- πετρόψαρο
- τοκάθε ψάρι που ζει κοντά στις πέτρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετρόψαρο — το, Ν·ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ψαριών που ζουν ανάμεσα στις πέτρες τής θάλασσας οι οποίες είναι γεμάτες φύκια όπως είναι ο σπάρος, η πέρκα κ.ά … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
λαβρίδες — (labridae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκομόρφων. Αριθμεί περίπου 500 είδη, των οποίων το μέγεθος κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως 2,3 μ. Περιλαμβάνει ψάρια που ζουν άφθονα στις τροπικές θάλασσες και, κυρίως, κοντά στις κοραλλιογενείς… … Dictionary of Greek